αδιαίτητος

αδιαίτητος
ἀδιαίτητος, -ον (Μ) [διαιτῶ]
νεοελλ.
αυτός που δεν ακολουθεί ορισμένη δίαιτα, που ζει χωρίς δίαιτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”